23 Μαΐου 2011

Μοναχικές διαδρομές


Μια μοναχική διαδρομή
όλη μου η ζωή, όπως
όλων σας...
Αναρωτηθήκατε πόσοι
από όσους έχετε δίπλα σας
θα παρέμεναν, αν καταφέρνατε
να ομολογήσετε όλες
τις πραγματικές σας σκέψεις;

Τις πράξεις;
Τις επιθυμίες;
Τολμήσατε ποτέ πραγματικά
να τις ξεστομίσετε έστω σε εσάς τους ίδιους;
Ποτέ δε θα μάθετε πόσο βαθιά μόνοι ζήτε...
Δεν το αντέχετε!!

Στο παραμύθι χωράει τ' όνειρο
στην αλήθεια μόνο η ελευθερία...  και αυτό δε στο έμαθε ποτέ κανείς. Χρόνια ολόκληρα σου δίδαξαν τα πρέπει και τα μη, πως να ξεφύγεις τώρα. Κουκούλωσε πρόχειρα ξανά τις ανάγκες σου και προχώρα σε αυτό που έμαθες να λες ζωή. Η μιζέρια σε κυκλώνει από παντού αλλά εσύ ξέρεις να ονειρεύεσαι είπαμε. Σε μια ελεύθερη πτώση που θα δοθεί την ώρα του τέλους θα καταλάβεις αυτά που πραγματικά έζησες και φεύγοντας θα πάρεις ότι είχες πάντα στην ψυχή σου... το λυγμό σου!!
Με αυτόν το λυγμό γεννήθηκες με αυτόν θα φύγεις ξανά...

Βικτωρία




11 Μαΐου 2011

Σιωπή



Έχω μια μεγάλη σιωπή μέσα μου,
μες΄ στην σιωπή συναναστρέφουμαι,
μες΄ στην σιωπή συνωστίζουμαι,
στην αγρύπνια της διερωτώμαι. 
Κ. Μόντης

Άρωμα πασχαλιάς


Κάποια χειμωνιάτικη νύχτα,
μια γυναίκα άναψε το τζάκι.
Προσηλωμένη στις φλόγες
κι ανακατεύοντας τα ξύλα,
θυμήθηκε
κάποια μακρινή άνοιξη,
κάποιο νυχτερινό τηλεφώνημα,
κάποια σύντομη ερωτική συνομιλία.
Και ξαφνικά
φύσηξε ένα ανοιξιάτικο αεράκι.
Κι όλος ο χώρος κατακλύστηκε
από το άρωμα μιας πασχαλιάς.

Τύψεις



Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν.
Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα,
λόγια πιο πρόστυχα κι απ τις χειρονομίες.


Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή.
Ντίνος Χριστιανόπουλος

20 Μαρτίου 2011

Τέλος του καλοκαιριού

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις.

Τίτος Πατρίκιος




15 Μαρτίου 2011

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου...

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε ελεύθερη!
Άφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με φλόγες τρεμάμενες.
Αχ, εσύ δεν ξέρεις τί είναι αυτό!

Είναι η τρικυμία των αισθήσεών μου
παραδομένη στην ευαίσθητη ζούγκλα των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που κραυγάζει με τις πύρινες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Κι εσύ είσαι εδώ, γυναίκα, σαν ένα ανέπαφο ξύλο
τώρα που πετάει ολόκληρη η καμμένη μου ζωή
προς το κορμί σου το γεμάτο με άστρα, όπως η νύχτα!

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε ελεύθερη!
Εγώ μόνο σ' επιθυμώ, σ' επιθυμώ μόνο!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που καίγεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
πλησίασμα του αδύνατου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις για να μου τα δώσεις όλα,
και για να μου δώσεις αυτό που έχεις ερχόμενη στη γη -
όπως ήρθα κι εγώ για να σε περιέχω,
και για να σ'επιθυμώ,
και για να σε δεχτώ!

Pablo Neruda

 

7 Μαρτίου 2011

Η Μαρίνα των βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
–Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές σου μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνων των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Ο.Ελύτης


6 Μαρτίου 2011

Η μοναξιά είναι απο χώμα


Περπατώ στην άμμο, όπως εσύ περπατούσες πάνω μου, αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δική μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει. Ότι κι αν σου πω δε θα μεταδώσω αυτό που μ έκανε να σε θέλω έτσι. Σ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι απο σενα και μαζί κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι. Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σε αγάπησα και η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους.

Μ. Βαμβουνάκη.



3 Μαρτίου 2011

Tανγκό μες στον καθρέφτη


Δεν έχουμε λόγους να νιώθουμε άσχημα.
Δεν έχουμε λόγους να πιπιλίζουμε κακές σκέψεις στο μυαλό μας, να τρωγόμαστε, να θλιβόμαστε, να παραπονιόμαστε. Όλα μας τα βάσανα μες στο μυαλό μας γεννιούνται και πεθαίνουν κι οι περισσότεροι φόβοι μας, όταν φτάνει η πραγματικότητα, αποδεικνύονται άστοχοι. Τα πράγματα, όταν έρθει η ώρα τους, σχεδόν ποτέ δεν είναι ούτε όσο καλά τα ονειρευόμασταν ούτε όσο κακά τα φοβόμασταν.
Δεν προβλέπεται το μέλλον και μη φθείρεσαι με συνεχή προγνωστικά. Οι πολλές υποθέσεις, οι εικασίες, οι προβλέψεις είναι χτικιό. Κάνε αυτό που έχεις να κάνεις τώρα απλά και τίμια κι όλα τ' άλλα θα 'ρθουν να σε βρουν μόνα τους ανάλογα με το πόσο απλά και τίμια το κανες τούτο που έπρεπε τώρα. Η σκέψη πηδάει ανόητα άλματα τιναγμένη από φοβίες και βρίσκεται πέρα, πιο πέρα από κει που θα πατήσει η πραγματικότητα.

Η ζωή η ίδια, η τωρινή ζωή, είναι πάντα πλούσια, δίκαιη κι εκπληκτική, μόνο που κι εσύ πρέπει να είσαι πλούσιος, δίκαιος κι εκπληκτικός για να το πάρεις μυρουδιά.
Η μιζέρια, η καχυποψία κι η ανία είναι η δικιά μας κόλαση που μας χαυνώνει και δεν τολμάμε να εγκαταλείψουμε μια και τη μάθαμε καλά. Τσιγγουνευόμαστε να ρισκάρουμε οτιδήποτε αποκτήσαμε. Αποταμιεύουμε ακόμα και την κακομοιριά μας. Μια κακιά συνήθεια που μας σιγοτρώει συχνά καταντάει ηδονικότερη απ' την αλλαγή που υπόσχεται λύτρωση.

Η δειλία κι η τόλμη! Ζαρωμένοι στον καναπέ μας άπληστα παρακολουθούμε τολμηρές σκηνές, ηδονοβλεψίες της ζωής και μαραινόμαστε ψευτοϊκανοποιημένοι. Ο καιρός περνά κι εμείς ξεθωριάζουμε σα μολυβένια σημείωση πίσω από παλιά μας φωτογραφία που δεν μας μοιάζει πια.
"Είναι μεγάλη αμαρτία να 'ναι κανείς δυστυχισμένος" έλεγε ο άγιος Φραγκίσκος κι εγώ τα γράφω αυτά γιατί τα θέλω να τα βλέπω μπροστά μου τις μαύρες, άπιστες ώρες που τα ξεχνώ και πνίγομαι στις φουρτουνιασμένες θάλασσες της ασάφειας. Κι ο πόνος; Κι ο πόνος που τόση σημασία του δίνουν οι θρησκείες και τα τραγούδια;

Ο πόνος ο αληθινός δεν είναι δυστυχία. Είναι καλός ο πόνος, είναι φιλόστοργος, δημιουργικός και καθαρτήριος. Πόνος γέννας που βγάζει σε μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος είναι οδηγός. Αργός, σκυφτός, με φανάρι στο χέρι. Έρχεται να σε γλιτώσει και να σε πάρει έξω απ' το σκοτεινό, σκελετωμένο δάσος που πρέπει να εγκαταλείψεις για να σωθείς.
Αν δεν πονέσεις δεν θα καταλάβεις την ασθένειά σου και θα πεθάνεις. Τόσοι και τόσοι μεγαλώνοντας τρελαινόμαστε και χανόμαστε, γιατί σήμερα βρίσκεις παντού, αμέσως, παυσίπονα. Ο αιώνας του παυσίπονου μας μπουκώνει πρόχειρα παρασκευάσματα, άμεσης δράσης και χαμογελούμε όλο και πιο ηλίθια. Κι εγώ, ούτε να πονάω ξέρω γιατί δεν αντέχω να υπομένω. Πασαλείβω τις πληγές μου με φτηνή, βεβιασμένη λήθη, σαν αλοιφή, και μακραίνω απ' την αλήθεια μου τσαλαβουτώντας στα ρηχά.
Τα γράφω αυτά σαν απλοϊκή, εφηβική έκθεση για να τα θυμάμαι. Να τα έχω κοντά μου όταν χάνω την εμπιστοσύνη μου και μικραίνω. Η ζωή που μας χαρίστηκε είναι ανηφορική κι εμείς αφηνόμαστε στην ευκολία της τσουλήθρας. Αν δεν είσαι επίμονα και σταθερά καλός δεν έχεις καλοσύνη.

Όσοι ζουν αληθινά, γερνώντας γίνονται πιο νέοι. Ο θάνατος κανονικά πρέπει να είναι η συνάντηση με τη δόξα του βίου μας. Η ψυχή, μέχρι τότε, να έχει γίνει τόσο δυνατή από επίγνωση ώστε να πετά πια το κορμί της όπως αχρείαστο, πολυκαιρισμένο ρούχο, χειμωνιάτικο και ασήκωτο τώρα που ήρθε καλοκαιρία.

Τη δειλία τη φοβάμαι σα ντροπή κι αρρώστεια. Αρκετές φορές, για ν' αποδείξω πως δε φοβάμαι, έκανα κινήσεις φανταχτερά γενναίες και κραυγαλέα δυναμικές. Όμως το ξέρω, το βλέπω μετά, πολύ μετά, όταν η πραγματικότητα πετά σαν το σκουπιδοφάγο τα σκάρτα, πως πολλές απ' τις γενναιότητές μου ήταν το άλλο πρόσωπο του πανικού μου.


Μάρω Βαμβουνάκη 

 

22 Φεβρουαρίου 2011

Κύματα



Σκούρα, σκοτεινά, σχεδόν μαύρα, όπως και τα κύματα της ζωής. Θα τα παλεύεις μέχρι να σε νικήσουν.
Μη σε ξεγελά το λευκό του αφρού τους.
Μια στιγμή να ξεχαστείς μόνο και σε κατάπιαν.
Διάλεξε τη στιγμή σου...

Βικτωρία


21 Φεβρουαρίου 2011

Η ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ - Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ



Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την "ανάμνηση τον μέλλοντος"
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία - φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
"δεσποινίς" φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι "πάνω άνθρωποι" έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους "κάτω"·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
"μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι " Ή Άννέτα με τα σάνταλα"
" Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης"
το "Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει"
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το "Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα"
Μου το 'χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ' έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


18 Φεβρουαρίου 2011

Έρωτας


Η φάρσα του έρωτα τι λίγο που διαρκεί...

Leopoldo Alas

16 Φεβρουαρίου 2011

Στα Φανάρια των Δρόμων



Βράδυ Σαββάτου.
Τους συναντάς στο φανάρι όσο να ανάψει το κόκκινο.
Είναι η εικόνα της σιωπής με όλα της τα λούσα,
τη βροντώδη παρουσία της, το σκληρό περίγραμμά της.
Αυτό το πυκνό κενό που αστράφτει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.

Ας μιλήσουμε για τα λυπημένα ζευγάρια
που δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους.
Σαν να τα έχουν πει όλα.
Που περιβάλλονται από μια τάφρο σιωπής.
Τα τείχη που τους προστάτευαν, κατέρρευσαν
χωρίς να το πάρουν είδηση.
Ποιοι ήταν άραγε οι βάρβαροι, που τα κονιορτοποίησαν;
Και τώρα κοιτούν με μισόκλειστα μάτια τους άλλους, ήσυχα, ξέπνοα,
απόντες από το παρόν τους για λίγο,
όσο να ανάψει το φανάρι.

Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.
Εκείνος στο τιμόνι, τραβηγμένος στην άκρη,
κοιτάζει έξω από το παράθυρο.. όχι το δρόμο αλλά.. τη ζωή του
κΙ εκείνη σφιγμένη στην άλλη άκρη,
γράφει και σβήνει τη δική της ζωή στο τζάμι..
που αντανακλά τη φρόνιμη φιγούρα της.

Χαζεύουν τους περαστικούς αλλά δεν τους βλέπουν.
Κοιτάζουν ώρα τώρα ή μήπως από χρόνια, μέσα τους.
Ούτε ένα βλέμμα δεν χαρίζουν ο ένας στον άλλον,
σαν να μην τους περισσεύει, σαν να τα ξόδεψαν όλα.
Κοιτάγματα, λόγια, αγγίγματα.
Σαν να βολεύονται με τη σιωπή.
Μέσα, υπάρχει το όχι. Έξω, κοχλάζει το ναι.

Μονομάχοι της συμβίωσης.
Τα όπλα τους τα έχουν διαλέξει από καιρό
και τα ακονίζουν ο καθένας μόνος του.
Βουβά παράπονα, ακυρωμένα θέλω, ξεθυμασμένες επιθυμίες,
κάτι ρετάλια όνειρα,
ανώδυνα μυστικά, μικρές προδοσίες,
αναιμικές υποσχέσεις πως όλα.. αύριο θα είναι αλλιώς.
Δείχνουν τόσο λυπημένοι και θυμωμένοι αλλά δεν ξέρω γιατί.
Άλλαξε η μεταξύ τους γεωγραφία.
Μεγάλωσαν οι αποστάσεις και η σχέση τους μοιάζει με ήπειρο
που κουράστηκαν ή βαριούνται πια να εξερευνήσουν.
Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.

Το ραδιόφωνο όσο να ανάψει το φανάρι παίζει τα δικά του
αλλά εκείνοι ακούνε το κοντσέρτο για έναν άνθρωπο,
μια λύπη, ένα παράπονο.
Σιγοψιθυρίζουν την ωδή
που έχει γραφτεί για την πλήξη και την μοναξιά.
Τόσο λυπημένα δείχνουν τα ζευγάρια
έτσι όπως περιμένουν να ανάψει το φανάρι,
και να ξαναμπεί σε κίνηση η ζωή τους.
Περιμένουν.. πώς και πώς να δραπετεύσουν
από τη μέσα τους ξενιτιά.
Τους βλέπω να ξεκινούν... αλλά είναι ακόμα λυπημένα τα ζευγάρια.


Το καθαρό κόκκινο

Ζωγραφίζω σιωπές και πλάθω αλήθειες μυστικές
με το κορμί μου να διψά για ήλιο.
Κρυφές σκέψεις απλώνω στο λευκό και ματώνει.

Σου φύλαξα ένα ρόδι μα το λαχταρώ για μένα.
Η προδοσία με έλκει προδότη μου.
Ντυμένη με την αγρύπνια θα σε ονειρευτώ,
ξύπνια δε σε αναγνωρίζω.
 
Χθες μύρισα την ηδονή και μετά τη γεύτηκα.
Ξύπνησα χωρίς τη σκέψη σου και άρχισα να
τρέχω στο φως.

Αγαπώ να με τυλίγουν ζεστά κορμιά και να
τα γεύομαι.
Κάθε ένα από αυτά κι ένα ταξίδι.

Πόσο αγάπησα τα ταξίδια μου...

Περπατάω γυμνή  και στέκομαι
έτσι μπροστά στο λευκό της σκέψης μου.
Θέλω να θυμάμαι όλες τις ανάσες
και τις μυρουδιές που με αγκάλιασαν.

Όσα κορμιά πόθησα τα αγάπησα και όσα
δεν αγάπησα δεν τα γεύτηκα ποτέ.

Στην άκρη τις σκέψης μου παίζει η εικόνα σου.
Θάμπωσε κι έχασε το χρώμα της.
Ίσως θάμπωσε η επιθυμία μου και το ξεθώριασε,
μα δε το λαχταρώ πια.
Τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν είχε
το καθαρό κόκκινο που αγαπώ

Μου φέρνει μια θλίψη η διαπίστωση
μα η αλήθεια κρύβεται στην έλλειψη
επιθυμίας.
Απομυθοποιήθηκες, έτσι γυμνός
κι ακάλυπτος απ' το ψέμα σου,
σκόρπισες και χάθηκες καλέ μου.

Ντύσου την αλήθεια σου και κοίτα
τη μορφή της στον καθρέφτη.
Αν βιαστείς ίσως προλάβεις
να μείνεις για κάποιον μια πολύτιμη ανάμνηση...

Βικτωρία



6 Φεβρουαρίου 2011

Ηλιαχτίδα




Θέλω να σε βρω να σου ζητήσω μια πνοή
Θέλω να ντυθώ του έρωτά σου τη μορφή
Θέλω να χαρώ μαζί σου την ανατολή...