29 Νοεμβρίου 2010

Περιμένοντας το βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου,
τι ηδονές τι όνειρα!
Ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

Τ. Λειβαδίτης

27 Νοεμβρίου 2010

Σάρκινος λόγος

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω.
Καὶ σὲ διψάω.
Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Γ. Ρίτσος






25 Νοεμβρίου 2010

'Αχραντος Βλασφημία

Είσαι αγία
της ανηθικότητος
και της λαγνείας

Θηριώνυμη του πάθους

Ερωτικού ψυχορραγήματος
είσαι ο Σπασμός

Εκδύεσαι των φυλλωμάτων σου
και απονέμεις στην όραση
την αδήριτη διαύγεια της γυμνότητος

Ενδεδυμένος
τα δαιμονικά μου άμφια

Ιερουργώ
με ευλάβεια
εξοντωτική
στη μυσταγωγία του σώματος

Και καταβαίνω
σύσσωμος
στο ευλύγιστο τόξο των μηρών σου

Και υποτάσσομαι

Ενώπιος
στο θρίαμβο
της ροής σου

Μηδέποτε κοινωνίαν
πλην αυτής
του υγρού ιάσμου σου
θα μεταλάβω.

Γ. Τόλιας




Kiss me... I dream of you... Chris Spheeris - Eros



Δεν υπήρχε δίλημμα, δεν υπήρχε απαγορευμένο, δεν υπήρχε ενοχή, μόνο επιθυμία. Επιθυμία πυρωτική και απερίσταλτη, ευθέως και ανυποκρίτως σεσημασμένη εκατέρωθεν και αμοιβαίως καταγεγραμμένη στο βιβλίο των πόθων ως χρέος προς ίδια σώματα. Όταν έφθασε η ώρα της ιδιότυπης συναλλαγής, κατά την οποία οι δύο χρεώστες ήταν ταυτόχρονα και πιστωτές, δεν πρόλαβαν ούτε να γδυθούν. Έλυσε βιαστικά τη ζώνη του, μισοκατέβασε το παντελόνι του, ανέβασε ψηλά το φόρεμά της και όλα τ' άστρα έπεσαν μαζεμένα στην ημίφωτη κάμαρα.

Ιωάννα Μοάτσου - Στρατηγοπούλου



21 Νοεμβρίου 2010

Στο ακρογιάλι της ουτοπίας

Αυτό που θα ήθελα απόψε, είναι τη ζωή μου πίσω.
Αλλά δεν ξέρω από ποιόν να τη ζητήσω.
Τόσο τη σκόρπισα, τόσο τη χαράμισα, τόσο τη δάνεισα, τόσο την ξερίζωσα. Από ποιόν να τη ζητήσω τώρα...
Και τι ωφελεί...
Αυτό που θα 'θελα απόψε τελικά, είναι ένας ώμος, να γείρω πάνω του να κλάψω.
Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Να κλάψω για όλα.
Για όσα αγάπησα. Για όσα ονειρεύτηκα. Για όσα ένιωσα. Για όσα περίμενα και ποτέ δεν ήρθαν.

Για όσα με πρόδωσαν. Για όσα με χαράκωσαν. 
Για όσα με θανάτωσαν. Για όσα μ' ανάστησαν.
Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές.
Για όλα....
Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν ακούσω τη φωνή του, 

να μου πει ψιθυριστά: "Μην κλαις" Μόνο αυτό... Τίποτε άλλο.
"Μην κλαις" 

Μόνο αυτό....


Αλκυόνη Παπαδάκη



20 Νοεμβρίου 2010

Η ζωή μπροστά στον πίνακα αναχωρήσεων

Νέοι, γέροι, μεσήλικοι, ηλικιωμένοι, ζευγάρια, μοναχοί, πλούσιοι με αστραφτερές βαλίτσες, μεσαίες τάξεις με κινέζικες βαλίτσες με μαϊμού ακριβές μάρκες, νομάδες με βρώμικα σακ-βουαγιάζ, μετανάστες με μεγάλες βαλίτσες τυλιγμένες με μαύρες ταινίες, σαν να φοβούνται μην αποδράσει κατά τη διάρκεια της πτήσης το περιεχόμενό τους, λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, μελαψοί, ξανθοί, μιλώντας μιλιές πολλές, όλοι ξένοι μεταξύ τους, περαστικοί, βιαστικοί, φευγάτοι, διασταυρώνονται για μια στιγμή μπροστά στον πίνακα των αναχωρήσεων. Τρέχουν να προλάβουν την πτήση τους. Από εδώ όσοι δεν χρειάζεται να περάσουν από τον έλεγχο διαβατηρίων, από εκεί οι υπόλοιποι, στημένοι στην ουρά περιμένοντας υπομονετικά να περάσουν τα σύνορα. Χαζεύω τα πρόσωπά τους. Καταλαβαίνω, περίπου, ποιοι κουβαλούν cool διαβατήριο και ποιοι «κακό διαβατήριο». Οι τελευταίοι έχουν πάντα κάποια αγωνία στο βλέμμα τους, μήπως την τελευταία στιγμή κάτι πάει στραβά. Προχωρώ στον διάδρομο. Άνθρωποι που ψωνίζουν, άλλοι που κοιμούνται όρθιοι, κάποιος που πίνει καφέ μελετώντας το κενό. Μια μεσήλικη γυναίκα βγάζει ξαφνικά έναν μικρό καθρέφτη από την τσάντα της και κοιτάζει με μεγάλη περιέργεια το πρόσωπό της. Πιάνει και ξαναπιάνει το δέρμα της σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι είναι δικό της. Ίσως να ανακάλυψε ξαφνικά ότι γερνάει. Στο τέλος το δέρμα γίνεται η μεγαλύτερη νοσταλγία μας- έχω διαβάσει κάπου αυτή τη φράση, δεν θυμάμαι πού. Δυο ερωτευμένοι αποχωρίζονται ο ένας τον άλλον. Κοιτάζονται με πάθος στα μάτια. «Πρέπει να πάω» λέει εκείνος. Εκείνη του κρατάει σφιχτά το χέρι. «Πες μου κάτι σημαντικό πριν φύγεις» του λέει. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ» λέει αυτός και απομακρύνεται.

Έπειτα από λίγο απομακρύνεται και η κοπέλα. Τη χαζεύω μέχρι που εξαφανίζεται. Είναι ο ιδανικός χώρος για να γίνεις «ηδονοβλεψίας» στιγμιοτύπων από τις ζωές των άλλων, αγνώστων, που δεν θα δεις ποτέ ξανά στη ζωή σου. Πλησιάζει η στιγμή της πτήσης. Είναι η ώρα της τεχνολογίας. Αρχίζεις το ιδιότυπο στριπτίζ, βγάζεις τη ζώνη σου, τα παπούτσια σου, βάζεις τη βαλίτσα στο σκάνερ. Μια κυρία κάνει τον ηλεκτρονικό ελεγκτή να σφυρίξει. Την ελέγχουν, την ξαναελέγχουν. Προσπαθεί και αυτή να θυμηθεί σε ποιο σημείο του σώματός της βρίσκεται κάτι μεταλλικό που κάνει τον ηλεκτρονικό ελεγκτή να σφυρίζει συνέχεια. Ανεβαίνεις στο αεροπλάνο. Θα πετάξεις πάνω από τη θάλασσα και σε λίγες ώρες θα κατέβεις σε ένα άλλο αεροδρόμιο, που μοιάζει πάρα πολύ με αυτό που αφήνεις, με τα ίδια μαγαζιά, την ίδια μυρωδιά, τους ίδιους πίνακες αναχωρήσεων και αφίξεων, τους ίδιους ηλεκτρονικούς ελεγκτές, τις πολλές άγνωστες γλώσσες, με διαφορετικό όνομα. Άγνωστα πρόσωπα και καταστάσεις σε περιμένουν, ενώ τα γνώριμα και όλα όσα δεν μπορείς να αλλάξεις τα άφησες ήδη πίσω σου...


Του Γκαζμέντ Καπλάνι


19 Νοεμβρίου 2010

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ -Μονόλογος ("Λεωφορείον ο Πόθος")



Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Τεννεσσή Ουίλλιαμς "Λεωφορείον ο Πόθος".
Ερμηνεία: Μελίνα Μερκούρη, Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν, Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ηχογράφηση: 1954


Ο Μονόλογος του Παλιάτσου



Τα ρούχα μου είναι φαρδιά..
Χωράνε όλες τις διαθέσεις μου..
Στο τσαλακωμένο μου καπέλο, έχω ένα φρέσκο λουλούδι κι ενώ θα θελα να πω και ένα τραγουδάκι...
Ωστόσο..
Απλά στέκομαι..
Οι άνθρωποι με προσπερνούν και έτσι πλανιέμαι ανάμεσα τους..
Μου λένε να αλλάξω, να γίνω σαν εσένα κι εγώ..
Μα πώς;
Αφού τα μαλλιά μου τα ξερίζωσαν οι σκέψεις μου
Και τα όνειρα μου δραπετεύσαν μια νύχτα απ τα τρύπια παπούτσια μου
Πώς θα μπορούσα να κλάψω πάλι χωρίς τη μπογιά κάτω από τα μάτια μου;
Τα δάκρυα μου θα γίνουν αιώνια..
δε θα ξεβάψουν ποτέ..
Γι αυτό σου λέω
Άφησε με να συνεχίσω να βάζω το κόκκινο στη μύτη και το στόμα..
ο κόσμος θα γελά, μα εγώ δε θα ξεχνώ ποτέ πως ότι πω μυρίζει έρωτα..
κι εσύ, δε θα φοβάσαι να αγγίξω τη ψυχή σου γιατί θα βλέπεις από μακριά τα μεγάλα κάτασπρα γάντια μου..
τα φαρδιά μου ρούχα...
και όλες τις διαθέσεις μου.

ΑΛΕΞΙΟΥ - ΛΑΒΩΜΑΤΙΑ -ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ



Στίχοι: Γιώργος Κορδέλλας
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου
Άλλες ερμηνείες: Γλυκερία || Αναστασία Μουτσάτσου

Θάλασσα, στείλε κύματα
να πλύνω την πληγή μου
Πάρε το θρήνο μου μακριά
και σβήσε την οργή μου
στην αρμυρή αγκάλη σου
να γιάνει η ψυχή μου

Του έρωτα η σαϊτιά
του Χάρου το φιλί
δεν ξέρω ποια λαβωματιά
πονάει πιο πολύ

Πού μ' οδηγούν τα βήματα
και της καρδιά μου οι χτύποι
Μοιρολογίστρα στη χαρά
και γιορτινή στη λύπη
άκου στον πόνο μου, ουρανέ
της γης το καρδιοχτύπι

Του έρωτα η σαϊτιά
του Χάρου το φιλί
δεν ξέρω ποια λαβωματιά
πονάει πιο πολύ


18 Νοεμβρίου 2010

Ξεφυλλίζοντας τη Σιωπή

Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω, και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.

Μια ατέρμονη, αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία...
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω από τη φυγή μου...
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά.
Σουρούπωσε...
Αλκυόνη Παπαδάκη

Σχισμένο Ψαθάκι

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει.
-Τι 'ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει.
Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό.
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι' άλλα. Όπως και να 'χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα
Όρτσα τα πανιά λοιπόν.
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδένια φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη. Ένα ψαροκάικο χωρίς ρότα.


Αλκυόνη Παπαδάκη



16 Νοεμβρίου 2010

Αργοπεθαίνει όποιος... (Pablo Neruda)



Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.


Pablo Neruda






12 Νοεμβρίου 2010

Νέος ρεαλισμός

Προσπάθησε να θυμηθεί το ποίημα
που είχε αρχίσει να γράφει νοερά
στη βεράντα του ξενοδοχείου με θέα τον Βεζούβιο.
Μάταια.
Οι λέξεις είχαν χαθεί
και μαζί τους η συγκεκριμένη αίσθηση
εκείνου του φθινοπωρινού πρωινού.
Το πρωινό εκείνο ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Δεν είχε υπάρξει.

Όλες τις προηγούμενες ημέρες διάβαζε την Ανατομία της μελαγχολίας
αντιγράφοντας αποσπάσματα και στίχους
στο δερματόδετο τετράδιο που του είχε χαρίσειτη μέρα που έφευγαν από τη Νάπολη.
Κάτω από την αφιέρωση
με μικροσκοπικά γράμματα
είχε σημειώσει τη φράση:

«Η αλήθεια είναι κάτι τρομακτικό.
Δεν θα πρέπει να μοιραζόμαστε με κάποιον περισσότερη απ’ όση
μπορεί ν’ αντέξει.
Κυρίως, δεν θα πρέπει να αποκαλύψουμε τη δική μας αλήθεια,
δεν θα πρέπει να εξαναγκάσουμε κάποιον να την αποδεχτεί,
να το κάνουμε να θέλει να γνωρίσει πράγματα
που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη
».

Ήθελε να της πει ότι ο κόσμος είναι πάντα
στο έλεος της ισχυρότερης αλήθειας
είτε αυτή η ισχύς υπερασπίζεται τη σωφροσύνη είτε την παραφροσύνη,
ότι μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν έχει σημασία,
ότι ο καθένας έχει συγκεκριμένα όρια ευαισθησίας
πέρα από τα οποία δεν υφίσταται ούτε το αληθές ούτε το ψευδές,
ότι όταν ο Νερβάλ έγραφε «Je suis l’ inconsolé
Le prince D’ Aquitaine à la tour abolie
»

ήθελε να

Δεν είπε τίποτα.

Χάρης Βλαβιανός


11 Νοεμβρίου 2010

Piensa En Mi - Luz Casal




Piensa en mi

Si tienes un hondo pesar
piensa en mi
si tienes ganas de llorar
piensa en mi
ya vez que venero
tu imagen divina
tu parvula boca
que siendo tan niña
me enseño a pecar.

Piensa en mi
cuando beses
cuando llores
tambien piensa en mi
cuando quieras quitarme la vida
no la quiero, para nada
para nada me sirve sin ti.

Piensa en mi
cuando beses
cuando llores
tambien piensa en mi
cuando quieras quitarme la vida
no la quiero, para nada
para nada me sirve sin ti.


9 Νοεμβρίου 2010

Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς



Στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Νίκη Καμπά
Άλλες ερμηνείες: Δήμητρα Γαλάνη

Αγάπη μου σε γύρευα
σ' αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.

Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να 'χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά,
στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ' αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.

Αγάπη μου πως σ' έχασα
πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ' αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή,
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς
το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου που μού 'φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.

8 Νοεμβρίου 2010

Χάθηκα



Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης


Χάθηκα,
Μέσα στους δρόμους που μ' έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια

Χάθηκα,
Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ
Γιατ' είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι,
και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατ' ήμουν πάντα μόνος
Και θα 'μαι πάντα μόνος.

6 Νοεμβρίου 2010

Μελίνα Μερκούρη - "σε πότισα ροδόσταμο"



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μελίνα Μερκούρη, από την ταινία του Jules Dassin "Φαίδρα" με συμπτωταγωνιστές τους Anthony Perkins και Ralf Vallone
Πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Λίντα (Αρχιπέλαγος - 1959 & 1976)
Στον άλλο κόσμο που θα πας
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου
που καρτερεί στην πόρτα

Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι

Πάρε μια βέργα λυγαριά
μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο
και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα
στη διψασμένη αυλή σου

Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι

 
Ti ho dato acqua di rose
All'altro mondo dove andrai
bada, non diventare una nuvola
bada, non diventare una nuvola
e la stella triste dell'alba
così ti può conoscere tua madre
che ti aspetta sulla soglia

Ti ho dato da bere acqua di rose
tu mi hai dato veleno
piccola aquila del gelo
piccolo falco della solitudine

Prendi un ramo di giunco
una radice di rosmarino
una radice di rosmarino
e trasformati in rugiada
per cadere a mezzanotte
nel tuo cortile riarso

Ti ho dato da bere acqua di rose
tu mi hai dato veleno
piccola aquila del gelo
piccolo falco della solitudine

5 Νοεμβρίου 2010

Φόβοι του μεσημεριού



Οι γρίλιες μου φέρνουν την αντηλιά από το απέναντι σοκάκι
σιωπή, ακόμα και η βρύση σταμάτησε να στάζει
όλα είναι λουσμένα στο μεσημέρι
όλα είναι σιωπή και φόβος
μόνο μια μύγα δεν κουράστηκε να φέρνει κύκλους
μες το καυτό το απομεσήμερα με μάτια ορθάνοιχτα
παρακολουθώ μηχανικά τους επίμονους περίπατους της

Μες το δωμάτιο πλανιέται ακόμα η μυρουδιά του δεκαπενταύγουστου
Η Μαρία ήρθε αμέσως μετά την εκκλησία ντυμένη στα κόκκινα
και φεύγοντας ξέχασε πάνω στην καρέκλα της
ένα ματσάκι βασιλικό και ριζμαρί που συνήθιζε να βάζει μες στα σφιχτά της στήθη

Τα μάτια μου έπεσαν στο ασυμμάζευτο ακόμα τραπέζι της Κυριακής
κανείς δεν είχε την δύναμη την ώρα τούτη την περίεργη να το συμμαζέψει
όλοι περιμέναμε να έρθει το απόγευμα
όλοι περιμέναμε να σβήσει το μεσημέρι
Οι φόβοι που με κυρίευαν άρχιζαν πέρα από την κλεισμένη πόρτα του δωματίου
πιο κει ήταν το δέος, η άγνοια,
η ακατανόητη πικρά που σου άφηνε η ζωή
στα άπλετο φως του καλοκαιριού
η σκιά του απογεύματος μεγάλωνε
οι αυλές γεμίζανε δροσιά οι πόρτες άνοιγαν
οι φόβοι του μεσημεριού ξεθώριαζαν
έτσι καθώς δινόμουνα σιγά στην αγκαλιά της νύχτας

Ήσουνα πάντα με την παρέα του Γιάννη
και όταν σε έβλεπα από μακριά
μια χαρά πρωτόγνωρη γέμιζε την καρδιά μου
οι χτύποι τηςδυναμωναν
και όταν πια συναντιόμασταν
τα μάτια σου γινόντουσαν πελώρια
και ένα παίξιμο στα χείλη σου πρόδινε την αγάπη
ήταν η ώρα που η σκιά έφτανε μέχρι τις γέρικες ελιές του θείου Γιώργου

Δε θυμούμαι πια ποτέ σταμάτησα να σε συναντώ
Την ώρα τούτη που η βρύση σταμάτησε να στάζει
και που η μανά δεν ονειρεύεται στο διπλανό κρεβάτι
μόνο μια μύγα βουίζει επίμονα μέσα σε ένα δωμάτιο
Όπου πια δεν υπάρχει παρά το κενό...

Στίχοι: Σταυριανός Γιώργος