20 Νοεμβρίου 2010

Η ζωή μπροστά στον πίνακα αναχωρήσεων

Νέοι, γέροι, μεσήλικοι, ηλικιωμένοι, ζευγάρια, μοναχοί, πλούσιοι με αστραφτερές βαλίτσες, μεσαίες τάξεις με κινέζικες βαλίτσες με μαϊμού ακριβές μάρκες, νομάδες με βρώμικα σακ-βουαγιάζ, μετανάστες με μεγάλες βαλίτσες τυλιγμένες με μαύρες ταινίες, σαν να φοβούνται μην αποδράσει κατά τη διάρκεια της πτήσης το περιεχόμενό τους, λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, μελαψοί, ξανθοί, μιλώντας μιλιές πολλές, όλοι ξένοι μεταξύ τους, περαστικοί, βιαστικοί, φευγάτοι, διασταυρώνονται για μια στιγμή μπροστά στον πίνακα των αναχωρήσεων. Τρέχουν να προλάβουν την πτήση τους. Από εδώ όσοι δεν χρειάζεται να περάσουν από τον έλεγχο διαβατηρίων, από εκεί οι υπόλοιποι, στημένοι στην ουρά περιμένοντας υπομονετικά να περάσουν τα σύνορα. Χαζεύω τα πρόσωπά τους. Καταλαβαίνω, περίπου, ποιοι κουβαλούν cool διαβατήριο και ποιοι «κακό διαβατήριο». Οι τελευταίοι έχουν πάντα κάποια αγωνία στο βλέμμα τους, μήπως την τελευταία στιγμή κάτι πάει στραβά. Προχωρώ στον διάδρομο. Άνθρωποι που ψωνίζουν, άλλοι που κοιμούνται όρθιοι, κάποιος που πίνει καφέ μελετώντας το κενό. Μια μεσήλικη γυναίκα βγάζει ξαφνικά έναν μικρό καθρέφτη από την τσάντα της και κοιτάζει με μεγάλη περιέργεια το πρόσωπό της. Πιάνει και ξαναπιάνει το δέρμα της σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι είναι δικό της. Ίσως να ανακάλυψε ξαφνικά ότι γερνάει. Στο τέλος το δέρμα γίνεται η μεγαλύτερη νοσταλγία μας- έχω διαβάσει κάπου αυτή τη φράση, δεν θυμάμαι πού. Δυο ερωτευμένοι αποχωρίζονται ο ένας τον άλλον. Κοιτάζονται με πάθος στα μάτια. «Πρέπει να πάω» λέει εκείνος. Εκείνη του κρατάει σφιχτά το χέρι. «Πες μου κάτι σημαντικό πριν φύγεις» του λέει. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ» λέει αυτός και απομακρύνεται.

Έπειτα από λίγο απομακρύνεται και η κοπέλα. Τη χαζεύω μέχρι που εξαφανίζεται. Είναι ο ιδανικός χώρος για να γίνεις «ηδονοβλεψίας» στιγμιοτύπων από τις ζωές των άλλων, αγνώστων, που δεν θα δεις ποτέ ξανά στη ζωή σου. Πλησιάζει η στιγμή της πτήσης. Είναι η ώρα της τεχνολογίας. Αρχίζεις το ιδιότυπο στριπτίζ, βγάζεις τη ζώνη σου, τα παπούτσια σου, βάζεις τη βαλίτσα στο σκάνερ. Μια κυρία κάνει τον ηλεκτρονικό ελεγκτή να σφυρίξει. Την ελέγχουν, την ξαναελέγχουν. Προσπαθεί και αυτή να θυμηθεί σε ποιο σημείο του σώματός της βρίσκεται κάτι μεταλλικό που κάνει τον ηλεκτρονικό ελεγκτή να σφυρίζει συνέχεια. Ανεβαίνεις στο αεροπλάνο. Θα πετάξεις πάνω από τη θάλασσα και σε λίγες ώρες θα κατέβεις σε ένα άλλο αεροδρόμιο, που μοιάζει πάρα πολύ με αυτό που αφήνεις, με τα ίδια μαγαζιά, την ίδια μυρωδιά, τους ίδιους πίνακες αναχωρήσεων και αφίξεων, τους ίδιους ηλεκτρονικούς ελεγκτές, τις πολλές άγνωστες γλώσσες, με διαφορετικό όνομα. Άγνωστα πρόσωπα και καταστάσεις σε περιμένουν, ενώ τα γνώριμα και όλα όσα δεν μπορείς να αλλάξεις τα άφησες ήδη πίσω σου...


Του Γκαζμέντ Καπλάνι