20 Μαρτίου 2011

Τέλος του καλοκαιριού

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις.

Τίτος Πατρίκιος




15 Μαρτίου 2011

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου...

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε ελεύθερη!
Άφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με φλόγες τρεμάμενες.
Αχ, εσύ δεν ξέρεις τί είναι αυτό!

Είναι η τρικυμία των αισθήσεών μου
παραδομένη στην ευαίσθητη ζούγκλα των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που κραυγάζει με τις πύρινες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Κι εσύ είσαι εδώ, γυναίκα, σαν ένα ανέπαφο ξύλο
τώρα που πετάει ολόκληρη η καμμένη μου ζωή
προς το κορμί σου το γεμάτο με άστρα, όπως η νύχτα!

Άφησε ελεύθερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε ελεύθερη!
Εγώ μόνο σ' επιθυμώ, σ' επιθυμώ μόνο!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που καίγεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
πλησίασμα του αδύνατου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις για να μου τα δώσεις όλα,
και για να μου δώσεις αυτό που έχεις ερχόμενη στη γη -
όπως ήρθα κι εγώ για να σε περιέχω,
και για να σ'επιθυμώ,
και για να σε δεχτώ!

Pablo Neruda

 

7 Μαρτίου 2011

Η Μαρίνα των βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
–Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές σου μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνων των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Ο.Ελύτης


6 Μαρτίου 2011

Η μοναξιά είναι απο χώμα


Περπατώ στην άμμο, όπως εσύ περπατούσες πάνω μου, αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δική μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει. Ότι κι αν σου πω δε θα μεταδώσω αυτό που μ έκανε να σε θέλω έτσι. Σ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι απο σενα και μαζί κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι. Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σε αγάπησα και η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους.

Μ. Βαμβουνάκη.



3 Μαρτίου 2011

Tανγκό μες στον καθρέφτη


Δεν έχουμε λόγους να νιώθουμε άσχημα.
Δεν έχουμε λόγους να πιπιλίζουμε κακές σκέψεις στο μυαλό μας, να τρωγόμαστε, να θλιβόμαστε, να παραπονιόμαστε. Όλα μας τα βάσανα μες στο μυαλό μας γεννιούνται και πεθαίνουν κι οι περισσότεροι φόβοι μας, όταν φτάνει η πραγματικότητα, αποδεικνύονται άστοχοι. Τα πράγματα, όταν έρθει η ώρα τους, σχεδόν ποτέ δεν είναι ούτε όσο καλά τα ονειρευόμασταν ούτε όσο κακά τα φοβόμασταν.
Δεν προβλέπεται το μέλλον και μη φθείρεσαι με συνεχή προγνωστικά. Οι πολλές υποθέσεις, οι εικασίες, οι προβλέψεις είναι χτικιό. Κάνε αυτό που έχεις να κάνεις τώρα απλά και τίμια κι όλα τ' άλλα θα 'ρθουν να σε βρουν μόνα τους ανάλογα με το πόσο απλά και τίμια το κανες τούτο που έπρεπε τώρα. Η σκέψη πηδάει ανόητα άλματα τιναγμένη από φοβίες και βρίσκεται πέρα, πιο πέρα από κει που θα πατήσει η πραγματικότητα.

Η ζωή η ίδια, η τωρινή ζωή, είναι πάντα πλούσια, δίκαιη κι εκπληκτική, μόνο που κι εσύ πρέπει να είσαι πλούσιος, δίκαιος κι εκπληκτικός για να το πάρεις μυρουδιά.
Η μιζέρια, η καχυποψία κι η ανία είναι η δικιά μας κόλαση που μας χαυνώνει και δεν τολμάμε να εγκαταλείψουμε μια και τη μάθαμε καλά. Τσιγγουνευόμαστε να ρισκάρουμε οτιδήποτε αποκτήσαμε. Αποταμιεύουμε ακόμα και την κακομοιριά μας. Μια κακιά συνήθεια που μας σιγοτρώει συχνά καταντάει ηδονικότερη απ' την αλλαγή που υπόσχεται λύτρωση.

Η δειλία κι η τόλμη! Ζαρωμένοι στον καναπέ μας άπληστα παρακολουθούμε τολμηρές σκηνές, ηδονοβλεψίες της ζωής και μαραινόμαστε ψευτοϊκανοποιημένοι. Ο καιρός περνά κι εμείς ξεθωριάζουμε σα μολυβένια σημείωση πίσω από παλιά μας φωτογραφία που δεν μας μοιάζει πια.
"Είναι μεγάλη αμαρτία να 'ναι κανείς δυστυχισμένος" έλεγε ο άγιος Φραγκίσκος κι εγώ τα γράφω αυτά γιατί τα θέλω να τα βλέπω μπροστά μου τις μαύρες, άπιστες ώρες που τα ξεχνώ και πνίγομαι στις φουρτουνιασμένες θάλασσες της ασάφειας. Κι ο πόνος; Κι ο πόνος που τόση σημασία του δίνουν οι θρησκείες και τα τραγούδια;

Ο πόνος ο αληθινός δεν είναι δυστυχία. Είναι καλός ο πόνος, είναι φιλόστοργος, δημιουργικός και καθαρτήριος. Πόνος γέννας που βγάζει σε μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος είναι οδηγός. Αργός, σκυφτός, με φανάρι στο χέρι. Έρχεται να σε γλιτώσει και να σε πάρει έξω απ' το σκοτεινό, σκελετωμένο δάσος που πρέπει να εγκαταλείψεις για να σωθείς.
Αν δεν πονέσεις δεν θα καταλάβεις την ασθένειά σου και θα πεθάνεις. Τόσοι και τόσοι μεγαλώνοντας τρελαινόμαστε και χανόμαστε, γιατί σήμερα βρίσκεις παντού, αμέσως, παυσίπονα. Ο αιώνας του παυσίπονου μας μπουκώνει πρόχειρα παρασκευάσματα, άμεσης δράσης και χαμογελούμε όλο και πιο ηλίθια. Κι εγώ, ούτε να πονάω ξέρω γιατί δεν αντέχω να υπομένω. Πασαλείβω τις πληγές μου με φτηνή, βεβιασμένη λήθη, σαν αλοιφή, και μακραίνω απ' την αλήθεια μου τσαλαβουτώντας στα ρηχά.
Τα γράφω αυτά σαν απλοϊκή, εφηβική έκθεση για να τα θυμάμαι. Να τα έχω κοντά μου όταν χάνω την εμπιστοσύνη μου και μικραίνω. Η ζωή που μας χαρίστηκε είναι ανηφορική κι εμείς αφηνόμαστε στην ευκολία της τσουλήθρας. Αν δεν είσαι επίμονα και σταθερά καλός δεν έχεις καλοσύνη.

Όσοι ζουν αληθινά, γερνώντας γίνονται πιο νέοι. Ο θάνατος κανονικά πρέπει να είναι η συνάντηση με τη δόξα του βίου μας. Η ψυχή, μέχρι τότε, να έχει γίνει τόσο δυνατή από επίγνωση ώστε να πετά πια το κορμί της όπως αχρείαστο, πολυκαιρισμένο ρούχο, χειμωνιάτικο και ασήκωτο τώρα που ήρθε καλοκαιρία.

Τη δειλία τη φοβάμαι σα ντροπή κι αρρώστεια. Αρκετές φορές, για ν' αποδείξω πως δε φοβάμαι, έκανα κινήσεις φανταχτερά γενναίες και κραυγαλέα δυναμικές. Όμως το ξέρω, το βλέπω μετά, πολύ μετά, όταν η πραγματικότητα πετά σαν το σκουπιδοφάγο τα σκάρτα, πως πολλές απ' τις γενναιότητές μου ήταν το άλλο πρόσωπο του πανικού μου.


Μάρω Βαμβουνάκη