31 Αυγούστου 2010

Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών



1

Το σπίτι μου όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου
4 χρόνια άστεγη τώρα…

2

Κι ανυπόδετη κι άρρωστη γύρναγα
Κρύωνα.
Και όπου κι αν έστρεψα
Όξος και πρέζα και χολή

3

Και τα παιρνα να μη λυπήσω τους ανθρώπους

4

Και ήρθε – και χάμω- στα γόνατα έπεσα
Και χωμάτινος βόλος έγινα
Και μέσα μου κύλησα
Και σε μια ανάσα της ψυχής μου
Που είχε μείνει φεγγερή
- εκεί ακούμπησα-
και έκλαιγα νερό. Νερά πολύ
.
5

Κι όσο νερό έβγαλα
Νερό δεν είχε για μένα
Στέρεψα – λέπια- γοργόνα έγινα
Κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…

6

Κι όταν τα μάτια άνοιξα
Και πλάι και γύρω και παντού
Μεγάλη λίμνη έγινε
Που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθράκια

7


…νύχτωνε στον ουρανό…
Και σε δυό περίεργα σύννεφα
Που ακίνητα τρέχαν
Εγώ ανάμεσα σε δυό διάτρητους «ληστές»
Στα φώτα σταυρωμένη

8

Μπορεί δίκαια…
Προκάλεσα με πάθος την ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί ήξερα τους Νόμους.
Άσκησα την όραση μου για μακριά
Κι έχασα τα κοντινά μου

9

Τώρα
Πληρώνω με ντροπή
Τυφλή
Χωρίς σκυλί
Χωρίς ραβδί
Διαβαίνω ανάμεσά σας

10

Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις
Μην πεις ποτέ πως μ’αγάπησες
Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
Σε ξεροπόταμους να πλέω…

11

ΜΗ!…
«Τυλίγω πάγο στο συναίσθημα
Τίποτ’ άλλο δεν είναι»
Υστέρα μεγαλώνοντας κι άλλο
Το άνοιγμα των χεριών
«Φοβάμαι» είπε
κι έφυγε με μια ασήκωτη βαλίτσα
το παιδί
αφήνοντάς με
σε μια πόρτα ανοιχτή
από αναρριχητικά τρόμου και σκοτάδι πνιγμένη
10 Οκτωβρίου η Μυρτώ
Το μήνα των παγωμένων σταφυλιών γεννημένη.

12

Στάθηκα πεσμένη εκεί
Ώρες.. ώρα πολλή…
Τότε
Πνιγμένος στ’ αναρριχητικά
Βγήκε ένας φίλος χαμένος
Έεειι.. του λεω, Χρίστο…
Ησύχασε… Πήγαινε να κοιμηθείς…
Είσαι καιρό σκοτωμένος.
Έεειι… μου λεει Ρηνούλα, λυπημένος πολύ
Ησύχασε.. Πήγαινε να ξαπλωθείς…
Από σφαίρα ή άσπρη
Είσαι καιρό πεθαμένος

13

Υπνωτισμένη ξάπλωσα
Στο μάρμαρο του νεκροτομείου
Το σώμα μου έβλεπα
Οι φοιτητές
Για πείραμα
Να κόβουνε
Πολύ λεπτές ροδέλες
Το άχρωμο αίμα μου
Με κουβάδες ξεπλένανε
Άρρωστοι για την δόση τους
Από τις φλέβες τους
Τις πλατείες τυλίγανε
Θανάτου κορδέλες

14

Αδερφή μου..
Ανυψώσου εσύ
Γαλανή απ’ το μπλέ
Απαστράπτουσα…

15

Πασάλειψαν τα μούτρα μου
Μ’ ώχρας μπογιά
Τα νύχια τα μάτια και τα’ αυτιά
Σαύρας πρασινομαύρο
Τα μάγουλα κατακόκκινα
Σαν του Πάσχα αυγά
Ήθος ποιώ
Έγινα ηθοποιός
Πουτάνα θεατρίνα.

16
ΣΚΗΝΗ 35
Μακρύς χωμάτινος δρόμος…
Κακός χειμώνας φυσάει άρρωστη βροχή
Ήχοι συγκεχυμένοι από στρατιωτικά παραγγέλματα
Εκκλησιαστική μουσική και λύκοι.
Στην άκρη του κάδρου, η μαύρη άκρη ενός ράσου
Που ανεμίζει και χάνεται…
( Στην πλάτη μου ένα ξυράφι αποφασισμένο
και ο ιριδισμός τραμπούκου
στο μάτι του σκηνοθέτη
με μπάζει στο πλάνο «να τα πω».
Κλείνω τα μάτια. Λέπρα.
Η Βιριδιάνα με ξυρισμένο το κεφάλι στο πάτωμα
Προσεύχεται.
Η Τέχνη « εν ιδρώτι της ψυχής…»
Προσεύχομαι.)

17

Δέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
Γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά
Να παίξουνε τους κρεμασμένους

18

Ρίζα με λένε τώρα.

19

Το χρώμα μου
Νύχτας βαθιάς μαβί
Εκείνο που παίρνει ο ουρανός
Όταν μεγάλο βράχο δένει στο λαιμό
Και σ’ άραχλα νερά βουλιάζει το φεγγάρι

20

Η αφή μου
Βελούδο φθαρμένο παλιό
Με νεκρικές ανταύγες τσαλακωμένο
Σε ηρωικές γιορτές
Και πορείες παραφορεμένο
21
Ο ήχος μου συνέχεια
Ανάμνηση δέντρου που φυλλορροεί
Στο χέρι μου «χτυπημένος» αετός
Οικόσημο της μοναξιάς μου
Σε άλλους χάρτες
Σημάδι μου ο Ερμής
Το μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.

22

Και ήρθανε και λιώσανε
Τα νύχια του αετού από την μοναξιά
Και το ράμφος του μονάχος του γύρισε
Μοναχός να πεθάνει

23

Ποτέ πια!…
Μοιρολογούν τα κύματα…
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα…
Πάρτε τις λέξεις από δω!
Και τα δυό τρόμο μου φέρνουν
Πονάει για μένα το νερό
Και γω γι’ αυτό
Το ίδιο…

24

Η ζωή μου πού λέτε παιδιά
Όπως τα παραμύθια αυτά τα παιδικά
Με γάντζους, κακές μάγισσες, ξύλο, τσουβάλια, ζητιανιά
Ξέρετε, αυτά που γράφουνε για τα παιδιά
Ειδικά εκπαιδευμένες καταστολής μονάδες
Και τα μαθαίνουν μετά
Για να τα πούνε μετά
Μανάδες μαινάδες
25

Μια νύχτα λοιπόν…

26

που το φεγγάρι είχε κατέβει πολύ χαμηλά
κι ο θάνατος είχε μπλεγμένα στα δάκτυλά του
τούφες από τα δικά μου μαλλιά
κατηφόρισα να βρω έναν άνθρωπο.
Είχα χρόνους ν ακούσω ανθρώπου λαλιά
Όμως όλοι όσοι ήτανε συναθροισμένοι στην αγορά
Κροάζανε κρα κρα
Κι ακόμα
Είχαν βγάλει πίσω τους
Κροκοδείλου ουρά

27

έπρεπε
αν ήθελα ακόμα να σωθώ
αν ήθελα ακόμα να ζήσω
να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ’ αυτούς
ή κάτι τέλος πάντων
να τους εξευμενίσω

28

Έτρεξα λοιπόν γρήγορα γρήγορα
Κι έβαλα ένα μεγάλου αρχηγού
Παλτό στρατιωτικό
Το οποίο ανέσυρα
Από αριστοκρατικούς εμετούς
Και πολυτελή σκουπίδια.
Δυστυχώς όμως για πολλοστή φορά
Ήτανε λάθος η κίνηση.
Θεωρήθηκε Ύβρις
Ή…

29

για να ακριβολογώ
στη γλώσσα των κρα κρα
Περιύβριση Στρατιωτικής Αρχής
Κι αρχίσανε τότε που λέτε
Με πέτρε να τρέχουν όλοι πίσω μου
Και τις ουρές
Στο χώμα να χτυπάνε

30

Με βάραινε και το παλτό
Με βάραινε και το μυαλό
Και στάθηκα στη σιωπή
Ν’ ακούσω τη σιωπή μου

31

Και φαίνεται – για να τελειώνουν τα παραμύθια παιδιά-
Πως πάλι θαύμα έγινε
Γιατί αόρατη έγινα
Κι ενώ μπροστά τους ήμουνα
Με ψάχναν όλο πίσω…

33

Ποίος είναι ο λόγος της ποίησης
Πού βγαίνει απ’ το ποιώ
Και που σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση
Απ’ τους ακινητοποιημένους

34

Τρομοκρατία: εξουσιάζω δια της
Βίας. Τρόμου.
Και τρομοκράτης τι θέλει να πει;
Δε θέλω απάντηση απ’ αυτούς που την επινοήσανε
Ζητάω απάντηση απ’ τους λαχανιασμένους

35

(αέρας σήκώσε…
Ποιος φύλαξε κι ακόμα Δε ξερίζωσα
Με τέτοιο μίσος που ο καιρός
Ξεσκίζει και βροντά
Εξώφυλλα βιβλίων…)

36

Η πόλις είχεν
Οριστικώς καταστραφεί.
Η όποια προσπάθεια
Ήτο καταδικασμένη
«Ευρίσκέτο πλήσίον του ναού Σμινθέως Απόλλώνος
και το άβατον ιερόν
της Νουδουσίας Αθηνάς.
Ελέγετο: ΠΟΙΗΕΣΣΑ»

37

Κάπως έτσι
Που λέτε πάντα έγινε
Κι επέζησα
Και κάθομαι και ίστορώ…

38
Μια μέρα λοιπόν…


Κ. Γώγου